ξεκαθάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαθαρίζω … Dictionary of Greek
ανακάθαρση — η (Α ἀνακάθαρσις) [ἀνακαθαίρω] το εκ νέου ή πλήρες καθάρισμα, ξεκαθάρισμα αρχ. καθάρισμα τού στομαχιού με εμετό … Dictionary of Greek
ανακαθάρισμα — το και σμός, ο [ανακαθαρίζω] 1. πλήρες, τέλειο καθάρισμα, ξεκαθάρισμα 2. το εκ νέου καθάρισμα, ξανακαθάρισμα … Dictionary of Greek
απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… … Dictionary of Greek
καθάρισις — καθάρισις, ἡ (AM) [καθαρίζω] μσν. λύση κάποιου ζητήματος, ξεκαθάρισμα αρχ. κάθαρση («καθάρισις ἁμαρτιών») … Dictionary of Greek
καθαρισμός — ο (AM καθαρισμός) [καθαρίζω] νεοελλ. μσν. καθάρισμα* μσν. διασάφηση, ξεκαθάρισμα αρχ. καθαρμός, εξαγνισμός … Dictionary of Greek
ξεδιάλυμα — το [ξεδιαλύνω] 1. ξεκαθάρισμα 2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση 3. (για όνειρα) επαλήθευση τής ερμηνείας … Dictionary of Greek
Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… … Dictionary of Greek
αποσαφηνίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, κάνω κάτι σαφές, διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω: Η πολιτική κατάσταση θα αποσαφηνιστεί μετά τις προσεχείς εκλογές. Ουσ. αποσαφήνιση, η διευκρίνιση, ξεκαθάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεύκανση — η η αποσαφήνιση, η εξιχνίαση, το ξεκαθάρισμα: Θα προσφύγει στα δικαστήρια, για τη διαλεύκανση των φορολογικών του υποθέσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)